- φλερτάρισμα
- τοτο να φλερτάρει κανείς, το να ερωτοτροπεί με χάρη: Συνδέθηκε μαζί της ύστερα από πολύ φλερτάρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλερτάρισμα — το, Ν [φλερτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλερτάρω … Dictionary of Greek
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
εργολαβία — η 1. ανάληψη εκτέλεσης έργου κατ αποκοπή, αλλ. εργοληψία. 2. μτφ., ερωτοτροπία, φλερτάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)